Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Δραστηριότητα 1η:
Αφού διαβάσετε το παραμύθι Ο παππούς και το εγγονάκι του Λ.Τολστόι , να ξαναγράψετε την ιστορία με αφηγητή τον παππού.

Α.
Έχω γεράσει. Δεν μπορώ να περπατήσω. Δεν βλέπω. Δεν ακούω. Δόντια δεν έχω και όταν τρώω , το φαγητό μου πέφτει. Ο γιός μου και η νύφη μου δεν με θέλουν πια να τρώω μαζί τους. Μου έδιναν να τρώω μόνος μου στο δωμάτιο μου. Ένιωθα μοναξιά, λες και ήμουν κανένας ξένος.
     Μια φορά μου έβαλαν να φάω σ' ένα πήλινο πιάτο και επειδή μου έπεσε, η νύφη μου άρχισε να      μου φωνάζει πως όλα τα σπάω. Ένιωσα λυπημένος. Από τότε μου έβαζαν να τρώγω σε μια
ξύλινη γαβάθα .
Μια μέρα ο γιός μου με την γυναίκα του παρακολουθούσαν τον εγγονό μου τον Μίσα ο οποίος σκάλιζε ένα κούτσουρο. Τον ρώτησαν τί έκανε και τους απάντησε πως έφτιαχνε μια  ξύλινη γαβάθα για να τρώνε σ'αυτήν όταν θα είναι γέροι. Αμέσως κατάλαβαν το λάθος τους, μου ζήτησαν συγγνώμη και μετά έτρωγα μαζί τους. Με φρόντιζαν πιο πολύ και μου συμπεριφέρονταν  καλά.


 Σταύρος X. ,A2


Β. 
Ο παππούς μου είχε γεράσει. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. Ο μπαμπάς μου, δηλαδή ο γιος του και η μαμά μου ,δηλαδή η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του’ διναν να φάει πάνω στη μεγάλη  χτιστή θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η μαμά μου τότε άρχισε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως από δω και πέρα θα του΄ δινε να τρώει στην ξύλινη γαβάθα.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα έως που πέθανε. Ένιωθα πολύ ανόητος που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν σκέφτηκα τίποτα για να τον σώσω. Για να του δείξω πως τον αγαπούσα πολύ. Ένιωθα τόσο μα τόσο άσχημα κι αυτό που έκαναν οι γονείς μου δεν μου άρεσε καθόλου και πάντα ευχόμουν να μην συνέβαινε ποτέ το ίδιο πράγμα και σε εμένα. Τελικά, ακριβώς το ίδιο συνέβη σε ΄μενα αλλά πιο χειροτέρα. Όμως εγώ ήμουν πιο  τυχερός από τον παππού μου, και, το εγγονάκι μου πιο έξυπνο από εμένα.
Μια μέρα, λοιπόν, ο γιος μου και η νύφη μου παρακολουθούσαν που το εγγόνι μου μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. Ο πατέρας του τον ρώτησε :
-          Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;.
Κι ο Μίσα απαντά :
-          Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ και η μαμά γεράσετε, θα σας ταΐζω σ’ αυτήν την γαβάθα.
Ο γιος μου και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Ένιωσαν ντροπή που με είχαν προσβάλει. Κι από τότε με έβαλαν να τρώω μαζί τους στο τραπέζι και με πρόσεχαν όπως πρέπει.
Άντζελα Ζ. Α2

Γ.
Τα χρόνια περνάνε..έχω γεράσει πολύ.Τα πόδια μου δεν με βοηθάνε ,τα μάτια μου δεν είναι σε καλή κατάσταση ώστε να βλέπω καλά ,τα αυτιά μου δεν έχουν καλή επαφή με το περιβάλλον και νιώθω το στόμα μου λίγο έως πολύ άδειο .Ο γιός μου και η νύφη μου δεν με θέλουν μαζί τους στο τραπέζι καθώς προτιμούν να τρώνε αυτοί εκεί και εγώ στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα .Μια μέρα η νύφη μου είχε βάλει να φάω σε ένα πήλινο πιάτο με αποτέλεσμα λόγω της αδυναμίας των χεριών μου να μου γλιστρήσει και πέφτοντας  να σπάσει .Μετά με κατηγόρησε πως σπάω και χαλάω τα πάντα μέσα στο σπίτι και πως από εδώ και πέρα θα τρώγω το φαγητό μου σε μια μεγάλη ξύλινη γαβάθα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα πολλή άσχημα καθώς με αυτήν την συμπεριφορά της κατάλαβα ότι τους γινόμουν βάρος. Μια  μέρα όταν  καθόμουν στο σαλόνι άκουσα την νύφη και τον γιό μου που ήταν στο εργαστήριο του εγγονού μου    να κλαίνε καθώς όταν ο γιός μου ρώτησε τον Μίσα τι μαστορεύει αυτός απάντησε ότι έφτιαχνε μια γαβάθα για να ταΐζει τους γονείς του. Όταν κατάλαβαν το λάθος τους μου ζήτησαν συγνώμη και από τότε τρώμε όλη μαζί σαν οικογένεια..!!!  
                                                                                         ΕΥΡΙΔΙΚΗ Σ., Α2

Δ. 
Έχω γεράσει πολύ. Τα πόδια μου δεν με πηγαίνουν ,τα μάτια μου δεν βλέπουν, τα αυτιά μου δεν ακούνε, δόντια δεν έχω και όταν τρώω μου χύνεται όλο το φαγητό κάτω. Ο γιός μου και η νύφη μου δεν με βάζουν μαζί τους στο τραπέζι, αλλά μου δίνουν να τρώω στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα. Κάποτε μου βάλανε να φάω σε ένα πήλινο πιάτο, μου γλίστρησε από τα χέρια, έπεσε και έσπασε. Η νύφη μου άρχισε να με μαλώνει λέγοντάς μου πως όλα τα χαλάω στο σπίτι και πως σπάω τα πιάτα. Τέλος μου είπε πως από εδώ και πέρα θα τρώω στην ξύλινη γαβάθα. Εγώ αναστέναξα μόνο και δεν είπα τίποτα .Μια μέρα ο γιός μου και η νύφη μου παρακολουθούσαν τον εγγονό μου που μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα κούτσουρο. όταν ο γιός μου τον ρώτησε τη φτιάχνει εκεί ο Μίσα είπε πως φτιάχνει μια γαβάθα για τα γηρατειά  τον γονιών του για να μπαίνει το φαγητό τους εκεί. Τότε και οι δύο δάκρυσαν από ντροπή που με είχαν προσβάλει, μου ζήτησαν συγνώμη και από τότε τρώμε όλοι μαζί.         
                                                            ΛΑΖΑΡΟΣ Χ.,Α2

Ε.

Γέρασα πολύ ,τα πόδια μου δεν με πηγαίνουν πια, τα μάτια μου δεν βλέπουν, τα αυτιά μου δεν ακούνε , δόντια δεν έχω και όταν τρώγω το φαγητό χύνεται κάτω. Ο γιός μου και η νύφη μου δεν με βάζουν πια μαζί τους στο τραπέζι, νιώθω ντροπή μπροστά στον εγγονό μου που καταστρέφω τα πάντα. Μια μέρα μου έβαλαν να φάω σε ένα πήλινο πιάτο, μου ξέφυγε από τα χέρια έπεσε και έσπασε. Η νύφη μου άρχισε να με μαλώνει πως τα χαλάω όλα στο σπίτι. Εκείνη την στιγμή ένιωθα φόβο, ντροπή και ήθελα να κλάψω αλλά κρατήθηκα. Μετά από λίγο καιρό ο εγγονός μου ο Μίσα έφτιαξε μια γαβάθα για τους γονείς του για να τρώνε εκεί όταν γεράσουν. Μετά που το είδαν άρχισαν να κλαίνε νιώθοντας ντροπή που με είχαν προσβάλει και από τότε είμαι μαζί τους στο τραπέζι και με προσέχουν όπως πρέπει.
                                                                                                           
                                             ΜΑΝΟΣ Σ.,Α2